δοκιμάσῃ

δοκιμάσῃ
δοκιμάζω
assay
aor subj mid 2nd sg
δοκιμάζω
assay
aor subj act 3rd sg
δοκιμάζω
assay
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμάσηι — δοκιμάσῃ , δοκιμάζω assay aor subj mid 2nd sg δοκιμάσῃ , δοκιμάζω assay aor subj act 3rd sg δοκιμάσῃ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”